χαριστικῆς

χαριστικῆς
χαριστικός
giving freely
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • δοτική — Τρίτη πτώση των κλιτών μερών της ελληνικής γλώσσας. Η ετυμολογία της προέρχεται από την κυριότερη, κατά τους αρχαίους γραμματικούς, συντακτική χρήση της, εκείνη που δηλώνει το αντικείμενο προς το οποίο δίνεται κάτι. Για τον ίδιο λόγο από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”